ορμίδι

ορμίδι
και ορμίδιο ή αρμίδι, το
1. η ορμιά
2. ναυτ. τεμάχιο λεπτού και πολύ ελαφρού σχοινιού που το άκρο του εκτοξεύεται από το πλοίο στην ξηρά κατά τον χειρισμό πρόσδεσης με το κανονικό σχοινί, με το παλαμάρι
3. η ορμόνη
4. καλλωπιστικό ορχεοειδές φυτό τής Κεντρικής Αμερικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *ὁρμ-ίδιον, υποκορ. τού ὁρμιά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ορμίδιο — το βλ. ορμίδι …   Dictionary of Greek

  • ορμιά — και ορμία, η (Α ὁρμιά και ὁρμεία) [όρμος (Ι)] λεπτό νήμα κατάλληλο για την πρόσδεση τών αγκίστρων τών διαφόρων αλιευτικών οργάνων, το αρμίδι ή ορμίδι νεοελλ. αλιευτικό όργανο κατασκευασμένο από λεπτό νήμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”